Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΟΥΚΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ «ΨΩΝΙΖΕΤΑΙ» ΣΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ. 29 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ Κ’ Ο ΦΟΝΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ. ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ Κ’ Ο ΠΙΟ ΓΝΩΣΤΟΣ. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΑΦΟΥ ΤΟΝ ΕΧΕΙ «ΔΩΣΕΙ» ΕΔΩ Κ’ ΧΡΟΝΙΑ Η ΠΡΩΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ, ΓΝΩΣΤΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1988, η συνοικία του Κολωνού, αρχικά, και η υπόλοιπη Αθήνα στη συνέχεια, συγκλονίστηκαν από την αποκάλυψη ενός στυγερού εγκλήματος: ο Κώστας Ταχτσής, ο συγγραφέας του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», είχε βρεθεί στραγγαλισμένος στο σπίτι του.
Μέχρι σήμερα η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη, μια «παγωμένη υπόθεση» στα αρχεία της αστυνομίας. Το 2008 η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Ταχτσή, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα…
Κώστας Ταχτσής (1927 – 1988).
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό σε ηλικία εξηνταενός χρόνων.
Ποιός δολοφόνησε τον Κώστα Ταχτσή;
Για τους πολλούς είναι ο συγγραφέας του πολυδιαβασμένου βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι». Για την αστυνομία παραμένει ένας ακόμα φάκελος, με την ένδειξη «ανεξιχνίαστο έγκλημα». Ο Κώστας Ταχτσής ήξερε να διαφέρει ακόμα και στο θάνατό του…
Σάββατο 27 Αυγούστου 1988. Η Ελπίδα Αρτέμη βρίσκει το πτώμα του αδερφού της Κώστα Ταχτσή στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τιρνάβου 26. Το ιατροδικαστικό πόρισμα μιλά για στραγγαλισμό που είχε γίνει πριν από 48 ώρες, νωρίς το βράδυ της Πέμπτης. Γείτονας όμως καταθέτει ότι είδε το γνωστό συγγραφέα και δηλωμένο ομοφυλόφιλο να μπαίνει στο σπίτι του συνοδευόμενος από κάποιους νεαρούς, ξημερώματα Παρασκευής.
Όπως και να έχει, το θύμα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Από τις εξετάσεις αίματος προέκυψε ότι είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Στο σπίτι επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία και έλειπαν ένα βίντεο, μια φωτογραφική μηχανή και ένας αυτόματος τηλεφωνητής, αφήνοντας ανοικτό και το ενδεχόμενο της ληστείας. Η αστυνομία ενεργοποιείται άμεσα εξαπολύοντας ανθρωποκυνηγητό σε όλη τη γειτονιά του Κολωνού, τους γύρω δρόμους του Μεταξουργείου μέχρι την Ομόνοια, για την ανακάλυψη του δράστη. Οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει μιλούν για τρία άτομα που το ίδιο βράδυ είχαν επισκεφθεί το σπίτι του Ταχτσή. Ο τελευταίος ήταν γύρω στα τριάντα, μελαχρινός με μουστάκι και καλοντυμένος.
Γύρω από αυτόν επικεντρώνονται οι έρευνες. Όμως ο δράστης, αν υποθέσουμε ότι επρόκειτο για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν θα βρεθεί ποτέ. Τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται στο σπίτι αποδεικνύεται ότι ανήκουν σε συγγενικά ή φιλικά με το θύμα πρόσωπα, υπεράνω κάθε υποψίας. Έτσι, η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή αρχειοθετείται έκτοτε ανάμεσα στις μερικές δεκάδες ανεξιχνίαστες ανθρωποκτονίες που κατά καιρούς απασχολούν την Ασφάλεια. Ωστόσο, η οικογένεια του ασυμβίβαστου συγγραφέα έχει διαφορετική γνώμη. Η ανιψιά του Έλλη μού εξηγεί ότι η μητέρα της βρήκε ανοιχτά τα φώτα της εισόδου στο σπίτι στον Κολωνό, ένδειξη ότι ο Ταχτσής περίμενε κάποιον φίλο, καθώς στο σπίτι του δεν δεχόταν εραστές. Η στενή του φίλη Νένη Σταμάτη, με την οποία είχε στις εννέα ραντεβού, του τηλεφώνησε στο σπίτι και δεν τον βρήκε ποτέ. Το γεγονός τής προκάλεσε έκπληξη, δεδομένου ότι ο Ταχτσής δεν υπήρξε ποτέ του ασυνεπής. Εξίσου ανεξήγητο ήταν το ότι στο σπίτι του δεν βρέθηκαν οι δακτυλογραφημένες σελίδες της υπό έκδοση αυτοβιογραφίας του, αποσπάσματα της οποίας ο συγγραφέας είχε διαβάσει τόσο στην κυρία Σταμάτη όσο και στην εκδότρια του Εξάντα, Μάγδα Κοτζιά. Ο Ταχτσής ουδέποτε χάιδεψε τα αφτιά κανενός, εχθρού ή φίλου. Και στο βιβλίο του φωτογραφίζονταν πρόσωπα της ανώτερης κοινωνίας με όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 2008
«Ας μη με είχες πετάξει…»
«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν’ αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας «θρύλος», κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της «καλής» κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων», γράφει ο Γιάννης Βασιλάκος στο βιβλίο του για τον Ταχτσή «Η αθέατη πλευρά της σελήνης», από τις Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας «χτυπούσε» στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: «Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω» (…). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του «Το τρίτο στεφάνι». Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας…».
Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του… Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν», ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό… Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι’ αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ’ τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό…».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν’ ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και… καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν’ αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός
Δεν υπάρχουν σχόλια